- τρίχρονος
- η, ο [ος, ον]1) трёхлетний; трёхгодичный; 2) муз. трёхтактный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίχρονος — of three times masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχρονος — η, ο / τρίχρονος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις χρόνους 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό 3. (στην αρχ. μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές ή από μία βραχεία και μία μακρά, ο τρίσημος νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τρίχρονος — η, ο 1. που έχει ηλικία τριών χρόνων: Τρίχρονο αγοράκι. 2. που έχει τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό μουσικής. 3. μικρό πόδι της μετρικής, που αποτελείται από τρεις πρώτους χρόνους, ο τρίσημος. 4. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τρίχρονα η τρίτη επέτειος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχρονον — τρίχρονος of three times masc/fem acc sg τρίχρονος of three times neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρόνου — τρίχρονος of three times masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρόνους — τρίχρονος of three times masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρόνων — τρίχρονος of three times masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρόνῳ — τρίχρονος of three times masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχρονα — τρίχρονος of three times neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχρονοι — τρίχρονος of three times masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχρονώ — έω, Α [τρίχρονος] (μετρ.) έχω τρεις πρώτους χρόνους, είμαι τρίχρονος … Dictionary of Greek